- ἀνδρικώτερον
- ἀνδρικόςmasculineadverbial compἀνδρικόςmasculinemasc acc comp sgἀνδρικόςmasculineneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… … Dictionary of Greek